δικέφαλος

δικέφαλος
δικέφαλος
two-headed
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δικέφαλος — η, ο (AM δικέφαλος, ον) αυτός που έχει δύο κεφάλια νεοελλ. 1. φρ. «δικέφαλος μυς» ονομασία δύο μυών που εκφύονται με δύο τένοντες ή δύο κεφαλές 2. το αρσ. ως ουσ. ο δικέφαλος ο δικέφαλος αετός, το κατ εξοχήν βυζαντινό σύμβολο …   Dictionary of Greek

  • δικέφαλος — η, ο αυτός που εικονίζεται με δύο κεφάλια: Δικέφαλος αετός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δικέφαλος μυς — Μυς στο επάνω μέρος του βραχίονα ή στο πίσω μέρος του μηρού, ο οποίος ελέγχει ορισμένες κινήσεις του βραχίονα ή του ποδιού αντίστοιχα …   Dictionary of Greek

  • Αετός Δικέφαλος — Τίτλος εικονογραφημένου εγκυκλοπαιδικού περιοδικού. Κυκλοφόρησε το 1917 στην Αθήνα. Διευθυντής του ήταν ο Ρ. Λ. Κωστόπουλος …   Dictionary of Greek

  • δικέφαλον — δικέφαλος two headed masc/fem acc sg δικέφαλος two headed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικεφάλου — δικέφαλος two headed masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικεφάλους — δικέφαλος two headed masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικεφάλῳ — δικέφαλος two headed masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικέφαλα — δικέφαλος two headed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικέφαλοι — δικέφαλος two headed masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”